- πελάγωμα
- τοαμηχανία, σαστιμάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πελάγωμα — το το αποτέλεσμα τού πελαγώνω, το να περιπέσει κανείς σε αμηχανία ή σύγχυση εξαιτίας μεγάλων δυσκολιών που συναντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek